-
1 ταινίδιον
A strip of linen, Hp.Acut. (Sp.) 15, Sor. Fasc.36, al.; strip of skin, Heliod. ap. Orib.45.5.3, Antyll.ib.45.26.1.III perh. small jewel-case,δακτύλιος χρυσοῦς ἐν -ίῳ ἐνδεδεμένος ξυλίνῳ IG11(2).161
B51, cf. 119, 203 B 68 (Delos, iii B.C.); στλεγγίδιον χρυσοῦν ἐπὶ ταινιδίῳ ib.82, cf. 91;ὅρμος χρυσοῦς ἐπὶ ταινιδίου Inscr.Délos 442
B 202 (ii B.C.).IV small ribbon, (Pergam., iii B.C.);τ. χρυσοῦν IG11(2).203
B48; ὁλκὴ.. σὺν ταινιδίοις καὶ λίνῳ ib.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταινίδιον
См. также в других словарях:
ταινίδιον — τὸ, Α [ταινία] υποκορ. 1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος 2. δερμάτινο λουρί 3. μικρή κοσμηματοθήκη («δακτύλιος χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου) 4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῡ», επιγρ.) … Dictionary of Greek